ἐπάν

ἐπάν
ἐπάν temporal conj. used w. subj. (X. et al.; ins, pap; Bel 11. As ἐπήν Hom. et al.; LXX; Just., D. 69, 3) when, as soon as w. pres. subj. ἐ. πονηρὸς ᾖ when it is unsound Lk 11:34. W. aor. subj., like the Lat. fut. exactum (Jos., Ant. 8, 302) ἐ. εὕρητε when you have found (him) Mt 2:8. ἐ. νικήσῃ αὐτόν lit. when he will have overcome him Lk 11:22.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επάν — ἐπάν (AM) (σύνδ.) 1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.) 2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν. [ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπάν — indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάνπερ — ἐπάν , ἐπάν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • επήν — ἐπήν (Α) (σύνδ.) βλ. επάν …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • ευεπανόρθωτος — η, ο (Α εὐεπανόρθωτος, ον) αυτός που επανορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αν ορθωτος (< επ αν ορθώ), πρβλ. αν επαν όρθωτος] …   Dictionary of Greek

  • προσεπανάπτομαι — Α ανάβω και πάλι, παίρνω ξανά φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαν(α) * + ἅπτω «ανάβω»] …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՐԺԱՄ — ( ) NBH 2 0372 Chronological Sequence: Early classical, 13c, 14c մ. ὄτε, ὄταν, ἑπάν quando, quum, cum. Յո՛ր ժամ. յորո՛ւմ ժամու. յայնմ ժամանակի՝ յորում. երբ. իբրեւ. երբ որ, որ ատեն որ. ... *Կարող եմ այսօր, որպէս յորժամ առաքեաց զիս Մովսէս: Եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”